Φρυγίας — Φρυγίᾱς , Φρύγιος dry fem acc pl Φρυγίᾱς , Φρύγιος dry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
PACATIANA — secundum quosdam Phrygiae maioris pars. Videntur enim recentiores ex Phrygia Magna duas fecisse provincias, primam et secundam, quarum prima Pacatiana, secunda Salistaris; at quae Phrygia Minor olim dicta est, Troadem dicere maluisse. Certe… … Hofmann J. Lexicon universale
PUBLIUS Proconsul — memoratur Constantino, l. 1. de Themat. et Inscr. cuiusdam monumenti Smyrnae, quae sic habuit, Πούβλιος ἀνθύπατος ἄρχων Ι᾿ωνίας, Φρυγίας, Αἰολίδος, Μηονίας, Λυδίας, Ε῾λλησπόντου, Μυσίας, Βιθυνίας, Ταρσίας, Γαλατίας, Μαριανδυιῶν, Πόντου,… … Hofmann J. Lexicon universale
SALUS — I. SALUS Dea credita. Fingebatur in solio sedens, cum patera, penes quam ara: cui anguis involutus, caput attollens, unde Salutaris porta Romae appellata, ab huius Deae aede, quae proxima fuit. Nic, Lloydius. Graecis Υ῾γεία Aegyptiorum Isis est,… … Hofmann J. Lexicon universale
Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
γόρδιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ωςοικιστής της αρχαίας Φρυγίας. Κατά την παράδοση, ήταν φτωχός γεωργός που, καθώς καλλιεργούσε τον αγρό του, είδε να κάθεται πάνω στο άροτρό του ένας αετός. Μια νέα μάντισσα της Τελμησσού τον παρακίνησε να… … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
Αβέρκιος — Όνομα δύο μαρτύρων και ενός αγίου της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θεωρείται γιος του αποστόλου Ιάκωβου του Αλφαίου, ενός από τους δώδεκα μαθητές. Έγινε χριστιανός και πήρε το όνομα Α., ακολουθώντας τις συμβουλές του πατέρα του και του θείου του … Dictionary of Greek